στοματάκι

στοματάκι
το, Ν [στόμα]
(κυριολ., θωπευτ. ή ειρων.) μικρό στόμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στοματάκι — το μικρό στόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Misirlou — (Greek: Μισιρλού, Egyptian Girl ; from Turkish: Mısırlı, Egyptian ;[1] from Arabic: مصر‎, Miṣr, Egypt ), is a popular Greek song with popularity in five styles of music: Greek rebetiko, Middle Eastern belly dancing, Jewish klezmer, American surf… …   Wikipedia

  • στομάτιον — τὸ, Α [στόμα, ατος] μικρό στόμα, στοματάκι …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”